- διαγκυλούμαι
- (I)διαγκυλοῡμαι (-έομαι) (Α) [αγκυλούμαι](μτχ. παρακμ.) διηγκυλημένοςκρατώντας το ακόντιο από την αγκύλη του, έτοιμος να τό ρίξω.————————(II)διαγκυλοῡμαι (-όομαι) (Α)(μτχ. παρακμ.) διηγκυλωμένοςβλ. διαγκυλούμαι (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.